- απομαραίνω
- (AM ἀπομαραίνω)μαραίνω εντελώςαρχ.Ι. μειώνω, ελαττώνωII. (-ομαι)1. πεθαίνω ήρεμα2. (για κομήτες) σβήνω βαθμιαία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απομαραίνω — ανα, άθηκα, αμένος, μαραίνω τελείως, αποξεραίνω: Άφησες τα λουλούδια απότιστα κι απομαράθηκαν. Ουσ. απομάρανση, η και απομάραμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… … Dictionary of Greek